- τάβλα
- Σανίδα φαγητού κατασκευασμένη από ξύλο αρκετού πάχους. Από αυτήν προέρχονται τα λεγόμενα τραγούδια της τ. Πρόκειται για επιτραπέζια τραγούδια, που τα τραγουδούσαν στα συμπόσια, μετά από γάμους ή ονομαστικές εορτές. Τα τραγούδια αυτά δεν χορεύονται και το περιεχόμενό τους αναφέρεται σε ιστορικά και ερωτικά θέματα. Υπάρχουν επίσης τραγούδια της τ. με εγκωμιαστικό ή κωμικό περιεχόμενο. Όλα έχουν αργό και μονότονο ρυθμό, αν και ουσιαστικά, περιέχουν συνθετότερα ρυθμικά σχήματα.
* * *η, ΝΜΑ, και ταῡλα Μ, και τάβλη Ανεοελλ.1. σανίδα με αρκετό πάχος2. χαμηλό στενόμακρο τραπέζι (α. «βάλε του τάβλα να γευτεί, χρυσό σκαμνί να κάτσει», δημ. τραγούδιβ. «κι ως να γυρίστε, η τάβλα έτοιμη θά 'ναι», Ζερβ.)3. φρ. α) «τραγούδια τής τάβλας»(λαογρ.) επιτραπέζια τραγούδια που τραγουδιούνται σε συμπόσια ή γιορτέςβ) «έγινε τάβλα [στο μεθύσι]» — μέθυσε τελείως, έγινε στουπίγ) «έχω τάβλα σήμερα»(διαλ.) έχω προσκεκλημένους σε γεύμααρχ.1. αβακας, αβάκιο2. επιφάνεια πάνω στην οποία έπαιζαν τους κύβους, τα ζάρια3. είδος παιχνιδιού4. επιγραφή, ταμπέλα5. σημείο, μάρκα με την επίδειξη τής οποίας έπαιρνε κανείς μερίδιο κατά τη διανομή σιταριού.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tabula «πινακίδα, ξύλινη πλάκα, κατάλογος, επιστολή»].
Dictionary of Greek. 2013.